- εξιδανικεύω
- μετ. идеализировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιδανικεύω — εξιδανικεύω, εξιδανίκευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
εξιδανικεύω — εξιδανίκευσα, εξιδανικεύτηκα, εξιδανικευμένος, μτβ., κάνω κάτι ιδανικό από πραγματικό, δίνω σε κάτι το χαρακτήρα του ιδεώδους, εξαϋλώνω: Έχει εξιδανικεύσει την αγαπημένη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαϋλώνω — και εξαϋλώ, όω 1. καθιστώ κάποιον άυλο 2. εξιδανικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος. Η λ. εξαϋλώ μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
εξιδανίκευση — η [εξιδανικεύω] η απόδοση σε πρόσωπο ή πράγμα τών χαρακτηριστικών τού ιδανικού … Dictionary of Greek
εξαϋλώνω — εξαΰλωσα, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος, μτβ., κάνω κάποιο σώμα άυλο, το απαλλάσσω από την υλική του υπόσταση, εξιδανικεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδανικεύω — βλ. εξιδανικεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)